προσέῳξεν
1προσέῳξεν — πρόσ οἴγω open aor ind act 3rd sg …
2προσοίγνυμι — Α ανοίγω και κάτι ακόμη («ἐξῆλθε δὲ ὁ Λὼτ πρὸς αὐτοὺς πρὸς τὸ πρόθυρον, τὴν δὲ θύραν προσέῳξεν ὀπίσω αὐτοῡ», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + οἴγνυμι «ανοίγω»] …
1προσέῳξεν — πρόσ οἴγω open aor ind act 3rd sg …
2προσοίγνυμι — Α ανοίγω και κάτι ακόμη («ἐξῆλθε δὲ ὁ Λὼτ πρὸς αὐτοὺς πρὸς τὸ πρόθυρον, τὴν δὲ θύραν προσέῳξεν ὀπίσω αὐτοῡ», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + οἴγνυμι «ανοίγω»] …