προσωτέρω
1προσωτέρω — πρόσω forwards irreg̱comp indeclform (adverb) προσωτέρω further on irreg̱comp indeclform (adverb) …
2προσωτέρω — και πορρωτέρω Α επίρρ. (συγκριτ. τ.) βλ. πρόσω …
3πορρωτάτω — προσωτέρω further on attic (irreg̱superl indeclform adverb) …
4προσώτατα — προσωτέρω further on irreg̱superl indeclform (adverb) …
5ούτος — αύτη, τούτο (ΑΜ οὗτος, αὕτη, τοῡτο, γεν. τούτου, ταύτης, τούτου) (δεικτ. αντων. με την οποία δηλώνεται πρόσωπο ή πράγμα το οποίο βρίσκεται τοπικώς ή χρονικώς κοντά ή είναι παρόν ή για το οποίο γίνεται λόγος) 1. αυτός, τούτος 2. φρ. (με επιρρμ.… …
6προσσοτέρω — Α επίρρ. βλ. προσωτέρω …
7πρόσω — ΝΜΑ, ποιητ. τ. πρόσσω και πόρσω, αττ. τ. πόρρω, συγκριτ. τ. προσωτέρω και πορρωτέρω, ποιητ. τ. συγκριτ. πόρσιον, υπερθ. τ. προσωτάτω και πορρωτάτω, ποιητ. τ. υπερθ. πόρσιστα, Α επιρρ. (τοπ. με την έννοια τής κινήσεως) προς τα εμπρός (α. «πρόσω… …
8προσωτάτω — πρόσω forwards irreg̱superl indeclform (adverb) προσωτέρω further on irreg̱superl indeclform (adverb) …
9προσώταθ' — προσώτατα , προσωτέρω further on irreg̱superl indeclform (adverb) …
10προσώτατ' — προσώτατα , προσωτέρω further on irreg̱superl indeclform (adverb) …