προσωποληπτεῖτε
1προσωποληπτεῖτε — προσωποληπτέω to be a respecter of persons pres imperat act 2nd pl (attic epic) προσωποληπτέω to be a respecter of persons pres opt act 2nd pl προσωποληπτέω to be a respecter of persons pres ind act 2nd pl (attic epic) προσωποληπτέω to be a… …
2προσωποληπτώ — προσωποληπτῶ, έω, ΝΜΑ [προσωπολήπτης] έχω χαριστική διάθεση απέναντι σε ένα άτομο, μεροληπτώ («εἰ δὲ προσωποληπτεῑτε, ἁμαρτίαν ἐργάζεσθε», ΚΔ) …