προσψιθυρίζω
1προσψιθυρίζω — Α ψιθυρίζω προς κάποιον …
2προσψιθυρίσαντα — προσψιθυρίζω whisper aor part act neut nom/voc/acc pl προσψιθυρίζω whisper aor part act masc acc sg …
3προσψιθύριζε — προσψιθυρίζω whisper pres imperat act 2nd sg προσψιθυρίζω whisper imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …
4προσψιθυρίσας — προσψιθυρίσᾱς , προσψιθυρίζω whisper aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …