προσχάσκω
1προσχάσκω — Α·1. προσβλέπω κάποιον με ανοιχτό στόμα 2. θαυμάζω κάποιον ή κάτι χάσκοντας («τῷ εἴδει τῆς ὁραθείσης προσκεχήναμεν», Ιώσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + χάσκω «ανοίγω το στόμα μου»] …
2προσκεχηνότα — προσχάσκω gape perf part act neut nom/voc/acc pl προσχάσκω gape perf part act masc acc sg …
3προσκεχηνυῖαν — προσχάσκω gape perf part act fem acc sg …
4προσκεχηνέναι — προσχάσκω gape perf inf act …
5προσκεχηνόσι — προσχάσκω gape perf part act masc/neut dat pl …
6προσκεχηνότες — προσχάσκω gape perf part act masc nom/voc pl …
7προσκεχηνότων — προσχάσκω gape perf part act masc/neut gen pl …
8προσκεχηνώς — προσχάσκω gape perf part act masc nom/voc sg …
9προσκεχήναμεν — προσχάσκω gape perf ind act 1st pl …
10προσκέχηνα — προσχάσκω gape perf ind act 1st sg …
- 1
- 2