προσφθεγκτός
1προσφθεγκτός — addressed masc/fem nom sg …
2προσφθεγκτός — ή, όν, Α [προσφθέγγομαι] αυτός που προσφωνείται ή ο άξιος να προσφωνηθεί …
3ποτιφθεγκτά — προσφθεγκτός addressed neut nom/voc/acc pl (doric) …
1προσφθεγκτός — addressed masc/fem nom sg …
2προσφθεγκτός — ή, όν, Α [προσφθέγγομαι] αυτός που προσφωνείται ή ο άξιος να προσφωνηθεί …
3ποτιφθεγκτά — προσφθεγκτός addressed neut nom/voc/acc pl (doric) …