προσφθεγγομαι
1προσφθέγγομαι — call to pres ind mp 1st sg …
2προσφθέγγομαι — ΜΑ μιλώ σε κάποιον, προσφωνώ κάποιον αρχ. 1. χαιρετώ 2. ονομάζω, επονομάζω («ἀγγεῑον... μιᾷ κλήσει προσεφθεγγόμεθα», Πλάτ.) 3. ηχώ σε συμφωνία με κάτι, συνοδεύω με τον ήχο μου («οἱ δὲ [αὐλοὶ] ὑπερτέλιοι προσεφθέγγοντο ἀνδρῶν χοροῑς», Πολυδ.).… …
3προσφθεγγομένων — προσφθέγγομαι call to pres part mp fem gen pl προσφθέγγομαι call to pres part mp masc/neut gen pl …
4προσφθεγγόμεθα — προσφθέγγομαι call to pres ind mp 1st pl προσφθέγγομαι call to imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …
5προσφθεγγόμενον — προσφθέγγομαι call to pres part mp masc acc sg προσφθέγγομαι call to pres part mp neut nom/voc/acc sg …
6προσφθεγξόμεθα — προσφθέγγομαι call to aor subj mid 1st pl (epic) προσφθέγγομαι call to fut ind mid 1st pl …
7προσφθέγγῃ — προσφθέγγομαι call to pres subj mp 2nd sg προσφθέγγομαι call to pres ind mp 2nd sg …
8προσφθέγξεται — προσφθέγγομαι call to aor subj mid 3rd sg (epic) προσφθέγγομαι call to fut ind mid 3rd sg …
9προσφθέγξομαι — προσφθέγγομαι call to aor subj mid 1st sg (epic) προσφθέγγομαι call to fut ind mid 1st sg …
10ποτίφθεγξαι — προσφθέγγομαι call to aor imperat mid 2nd sg (epic doric) …