προσφάζω
1προσφάζω — ΜΑ, και αττ. τ. προσφάττω Α σφάζω κάτι ή κάποιον πρώτο («πρῶτα μὲν τὸν υἱὸν ἐγγὺς προσαγωγὼν [προσ]έσφαξεν», Πλούτ.) αρχ. θυσιάζω κάτι ή κάποιον εκ τών προτέρων («ἱερεῑά τε προσφάττοντες πρὸ τῆς ἐκφορᾱς τοῡ νεκροῡ», Πλάτ.) …
2προσφάγην — προσφάζω sacrifice beforehand aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) προσφάζω sacrifice beforehand aor ind pass 1st sg (homeric ionic) …
3προσφάζεται — προσφάζω sacrifice beforehand pres ind mp 3rd sg προσφάζω sacrifice beforehand pres ind mp 3rd sg …
4προσφάξαν — προσφάζω sacrifice beforehand aor part act neut nom/voc/acc sg προσφάζω sacrifice beforehand aor part act neut nom/voc/acc sg …
5προσφάττοντες — προσφάζω sacrifice beforehand pres part act masc nom/voc pl …
6προσφάσει — προσφά̱σει , πρόσφημι speak to aor subj act 3rd sg (epic doric) προσφά̱σει , πρόσφημι speak to fut ind mid 2nd sg (doric) προσφά̱σει , πρόσφημι speak to fut ind act 3rd sg (doric) προσφάζω sacrifice beforehand aor subj act 3rd sg (epic) προσφάζω… …
7προσφαγείσας — προσφαγείσᾱς , προσφάζω sacrifice beforehand aor part pass fem acc pl προσφαγείσᾱς , προσφάζω sacrifice beforehand aor part pass fem gen sg (doric aeolic) …
8πρόσφαγμα — άγματος, τὸ, Α [προσφάζω] 1. σφάγιο που θυσιάζεται για χάρη άλλων («αἰτεῑ... Πολυξένην τύμβῳ φίλον πρόσφαγμα λαβεῑν», Ευρ.) 2. αίμα από σφάγιο («καί νιν εὑρήσειν δοκῶ πίνοντα τύμβου πλησίον προσφαγμάτων», Ευρ.) 3. το να θυσιάζει κανείς σε θεό, η… …
9προεσφάγη — προσφάζω sacrifice beforehand aor ind pass 3rd sg …