προσυπέχω
1προσυπέχω — Α φέρω μεγαλύτερη ευθύνη για κάτι («τῆς δὲ τύχης προσυποσχεῑν ἕν τι τῶν ἀδυνάτων», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὑπέχω «υπόκειμαι σε ευθύνες, λογοδοτώ»] …
2προσυποσχεῖν — προσυπέχω to be answerable also for aor inf act (attic epic doric) …
3προσυποσχόμενος — προσυπέχω to be answerable also for aor part mid masc nom sg …
4προσυπέσχετο — προσυπέχω to be answerable also for aor ind mid 3rd sg …
5προσυπόσχηται — προσυπέχω to be answerable also for aor subj mp 3rd sg …
6έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …