προστήκομαι
1προστήκομαι — Α 1. λειώνω και κολλώ πάνω σε κάποιον 2. μτφ. προσκολλώμαι, αφοσιώνομαι σε κάτι («προστήκεσθαι τῇ τέχνῃ», Αιλ.) 3. φρ. «προστακέντος ἰοῡ» λέγεται για το δηλητήριο τού χιτώνα τού Ηρακλέους που, καθώς έλειωνε, έκανε τον χιτώνα να κολλάει πάνω στο… …
2προστετηκότα — προστήκομαι stick fast to perf part act neut nom/voc/acc pl προστήκομαι stick fast to perf part act masc acc sg …
3προστέτηκε — προστήκομαι stick fast to perf imperat act 2nd sg προστήκομαι stick fast to perf ind act 3rd sg …
4προστέτηκεν — προστήκομαι stick fast to perf ind act 3rd sg προστήκομαι stick fast to plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) …
5προσετετήκει — προστήκομαι stick fast to plup ind act 3rd sg (attic epic) …
6προστακεῖσα — προστήκομαι stick fast to aor part pass fem nom/voc sg …
7προστακέντος — προστήκομαι stick fast to aor part pass masc/neut gen sg …
8προστετηκυῖα — προστήκομαι stick fast to perf part act fem nom/voc sg …
9προστετηκυῖαι — προστήκομαι stick fast to perf part act fem nom/voc pl …
10προστετηκυῖαν — προστήκομαι stick fast to perf part act fem acc sg …