προστάτης
1προστάτης — one who stands before masc nom sg προστατέω ruleover imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) προστατέω ruleover imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …
2προστάτης — Αδενομυϊκό όργανο που ανήκει στο γεννητικό σύστημα του άνδρα· έχει σχήμα και διαστάσεις κάστανου, βρίσκετα κάτω από την ουροδόχο κύστη και περιβάλλει το αρχικό τμήμα της ουρήθρας. Οι αδένες του π. εκκρίνουν ένα γαλακτώδες υγρό, που έχει την… …
3προστάτης — ο θηλ. τρια και ισσα 1. αυτός που προστατεύει, ο υπερασπιστής, ο φρουρός, ο κηδεμόνας: Κι ο νόμος σαν πρωτόγινε της πολιτείας προστάτης (Παλαμάς). 2. μόνο το αρσ., προστάτης αδένας του γεννητικού συστήματος: Έκανε εγχείρηση προστάτη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4προστάται — προστάτης one who stands before masc nom/voc pl προστάτᾱͅ , προστάτης one who stands before masc dat sg (doric aeolic) …
5ПРОСТАТ — • Προστάτης, см. Ξένος, Иностранец, 1 …
6προστατᾶν — προστάτης one who stands before masc gen pl (doric aeolic) …
7προστατῶν — προστάτης one who stands before masc gen pl προστατέω ruleover pres part act masc nom sg (attic epic doric) προστατέω ruleover pres part act masc nom sg (attic epic doric) …
8προστάταις — προστάτης one who stands before masc dat pl …
9προστάταισι — προστάτης one who stands before masc dat pl (epic ionic aeolic) …
10προστάταισιν — προστάτης one who stands before masc dat pl (epic ionic aeolic) …