προσρίπτω
1προσρίπτω — προσρί̱πτω , προσρίπτω throw to pres subj act 1st sg προσρί̱πτω , προσρίπτω throw to pres ind act 1st sg …
2προσρίπτω — ΜΑ, και προσριπτῶ, έω, Α ρίχνω κάτι πάνω σε κάποιον ή πάνω σε κάτι ή ρίχνω κάτι προς μία κατεύθυνση («προσέρριψε τῇ γῇ τὸ σκῆπτρον διὰ τὴν ὀργήν», Σχόλ. Ιλ.) μσν. παθ. προσρίπτομαι προστίθεμαι αρχ. 1. επιρρίπτω, προσάπτω σε κάποιον κάτι («ὄνειδος …
3προσριπτώ — έω, Α βλ. προσρίπτω …
4προσερρῖφθαι — προσρίπτω throw to perf inf mp …
5προσρῖψαι — προσρίπτω throw to aor inf act …
6προτρῖψαι — προσρίπτω throw to aor inf act (epic doric) …
7προσρίπτει — προσρί̱πτει , προσρίπτω throw to pres imperat act 2nd sg (attic epic) προσρί̱πτει , προσρίπτω throw to pres ind mp 2nd sg προσρί̱πτει , προσρίπτω throw to pres ind act 3rd sg προσρί̱πτει , προσρίπτω throw to imperf ind act 3rd sg (attic epic)… …
8προσερρίφη — προσερρί̱φη , προσρίπτω throw to plup ind act 3rd sg (doric aeolic) προσερρί̱φη , προσρίπτω throw to plup ind act 1st sg προσερρί̱φη , προσρίπτω throw to aor ind pass 3rd sg …
9προσρίπτετε — προσρί̱πτετε , προσρίπτω throw to pres imperat act 2nd pl προσρί̱πτετε , προσρίπτω throw to pres ind act 2nd pl προσρί̱πτετε , προσρίπτω throw to imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …
10προσρίψει — προσρί̱ψει , προσρίπτω throw to aor subj act 3rd sg (epic) προσρί̱ψει , προσρίπτω throw to fut ind mid 2nd sg προσρί̱ψει , προσρίπτω throw to fut ind act 3rd sg …