προσορμιστήριον

  • 1προσορμιστήριον — τὸ, Α τόπος κατάλληλος για προσόρμιση, αραξοβόλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσορμίζω + επίθημα τήριον (πρβλ. γυμνασ τήριον)] …

    Dictionary of Greek

  • 2πρόσορμος — ὁ, Α προσορμιστήριον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὅρμος (ΙΙ), πρβλ. ἔφ ορμος] …

    Dictionary of Greek