προσμίγνυμι

  • 1προσμειγνύω — προσμείγνυμι και προσμίγνυμι, ΝΜΑ, και ιων. τ. προσμίσγω Α βλ. προσμιγνύω …

    Dictionary of Greek

  • 2προσμιγνύω — προσμείγνυμι και προσμίγνυμι ΝΜΑ, και προσμειγνύω Ν, και ιων. τ. προσμίσγω Α [μ(ε)ίγνυμι / μ(ε)ιγνύω] νεοελλ. 1. ανακατεύω κάτι προσθέτοντας σ αυτό και αλλά υλικά, αναμιγνύω 2. μτφ. νοθεύω αρχ. 1. ανακατεύω κάτι επιπροσθέτως 2. φέρνω κοντά, ενώνω …

    Dictionary of Greek