προσμένω
1προσμένω — bide pres subj act 1st sg προσμένω bide pres ind act 1st sg …
2προσμένω — (παρατατ. πρόσμενα) βλ. πίν. 178 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …
3προσμενῶ — προσμένω bide fut ind act 1st sg (attic epic doric) …
4προσμένω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτιμένω Α 1. περιμένω με χαρά και ανυπομονησία κάποιον, ιδίως ένα πολύ αγαπητό πρόσωπο, καρτερώ («σε προσμένω πάντοτε / νύχτα κι αυγή και μέρα», Παλαμ.) 2. (σχετικά με ποθητές καταστάσεις ή γεγονότα) περιμένω ελπίζοντας,… …
5προσμένω — πρόσμεινα, αναμένω, ελπίζω, καρτερώ: Κι ακουμπισμένη σ ένα παραθύρι... προσμένει το φτωχό καραβοκύρη (Πορφύρας) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
6προσμένετε — προσμένω bide pres imperat act 2nd pl προσμένω bide pres ind act 2nd pl προσμένω bide imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …
7προσμένῃ — προσμένω bide pres subj mp 2nd sg προσμένω bide pres ind mp 2nd sg προσμένω bide pres subj act 3rd sg …
8προσμεινάντων — προσμένω bide aor part act masc/neut gen pl προσμένω bide aor imperat act 3rd pl …
9προσμεμενηκότα — προσμένω bide perf part act neut nom/voc/acc pl προσμένω bide perf part act masc acc sg …
10προσμεμένηκεν — προσμένω bide perf ind act 3rd sg προσμένω bide plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) …