προσλαμβάνω
1προσλαμβάνω — προσλαμβάνω, προσέλαβα βλ. πίν. 165 Σημειώσεις: προσλαμβάνω : η λόγια μτχ. ενεστώτα απαντάται στον όρο της ψυχολογίας προσλαμβάνουσες παραστάσεις …
2προσλαμβάνω — take pres subj act 1st sg προσλαμβάνω take pres ind act 1st sg …
3προσλαμβάνω — και προσλαβαίνω προσέλαβα, προσλήφτηκα 1. παίρνω κάποιον στην υπηρεσία μου: Προσέλαβα λογιστή στην επιχείρηση. 2. αποκτώ, προσπαθώ να φανώ αλλιώτικος: Προσέλαβε ύφος προϊσταμένου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4προσλαμβάνω — ΝΜΑ, και προσλαβαίνω Ν 1. λαμβάνω επί πλέον, παίρνω, αποκτώ κάτι ακόμη 2. (σχετικά με πρόσ.) παίρνω κάποιον στην υπηρεσία μου ή παίρνω κάποιον ως βοηθό μου ή ως συνεργάτη (α. «τόν προσέλαβα ως γραμματέα μου» β. «μισθοφόρους τινὰς αὐτόθεν… …
5προσειλημμένα — προσλαμβάνω take perf part mp neut nom/voc/acc pl προσειλημμένᾱ , προσλαμβάνω take perf part mp fem nom/voc/acc dual προσειλημμένᾱ , προσλαμβάνω take perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …
6προσείληφθε — προσλαμβάνω take plup ind mp 2nd pl προσλαμβάνω take perf imperat mp 2nd pl προσλαμβάνω take perf ind mp 2nd pl …
7προσλαμβάνεσθε — προσλαμβάνω take pres imperat mp 2nd pl προσλαμβάνω take pres ind mp 2nd pl προσλαμβάνω take imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …
8προσλαμβάνετε — προσλαμβάνω take pres imperat act 2nd pl προσλαμβάνω take pres ind act 2nd pl προσλαμβάνω take imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …
9προσλαμβάνῃ — προσλαμβάνω take pres subj mp 2nd sg προσλαμβάνω take pres ind mp 2nd sg προσλαμβάνω take pres subj act 3rd sg …
10ποτιλαβόντα — προσλαμβάνω take aor part act neut nom/voc/acc pl (epic doric) προσλαμβάνω take aor part act masc acc sg (epic doric) …