προσκρούω
1προσκρούω — knock against pres subj act 1st sg προσκρούω knock against pres ind act 1st sg …
2προσκρούω — προσκρούω, προσέκρουσα βλ. πίν. 40 …
3προσκρούω — ΝΑ [κρούω] 1. πέφτω ή χτυπώ πάνω σε κάτι καθώς κινούμαι, συγκρούομαι («το αυτοκίνητο προσέκρουσε στον στύλο») 2. είμαι εντελώς αντίθετος, διάκειμαι εχθρικώς ή περιφρονητικώς 3. μτφ. περιπίπτω σε δυσχερείς περιστάσεις και δυσκολίες νεοελλ. 1.… …
4προσκρούω — προσέκρουσα 1. χτυπώ πάνω σε κάτι, πέφτω πάνω, σκοντάφτω, τρακάρω: Το πλοίο προσέκρουσε στους βράχους. 2. μτφ., συναντώ εμπόδια, εναντίωση, αντιβαίνω: Ο διορισμός μου προσέκρουσε στο νόμο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5προσκρούετε — προσκρούω knock against pres imperat act 2nd pl προσκρούω knock against pres ind act 2nd pl προσκρούω knock against imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …
6προσκρούσουσι — προσκρούω knock against aor subj act 3rd pl (epic) προσκρούω knock against fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προσκρούω knock against fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …
7προσκρούσω — προσκρούω knock against aor subj act 1st sg προσκρούω knock against fut ind act 1st sg προσκρούω knock against aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …
8προσκρούῃ — προσκρούω knock against pres subj mp 2nd sg προσκρούω knock against pres ind mp 2nd sg προσκρούω knock against pres subj act 3rd sg …
9ποτικρούσεις — προσκρούω knock against aor subj act 2nd sg (epic doric) προσκρούω knock against fut ind act 2nd sg (epic doric) …
10προσκεκρουκότα — προσκρούω knock against perf part act neut nom/voc/acc pl προσκρούω knock against perf part act masc acc sg …