προσκρούω

  • 121προσέκρουσ' — προσέκρουσα , προσκρούω knock against aor ind act 1st sg προσέκρουσε , προσκρούω knock against aor ind act 3rd sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 122αλληλοτυπώ — ἀλληλοτυπῶ (Α) προσκρούω αμοιβαία, συμπιέζομαι και συμπιέζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀλληλότυπος < ἀλληλο * + τύπος < τύπτω] …

    Dictionary of Greek

  • 123βρίσκω — και βρέσκω (AM εὑρίσκω) 1. συναντώ κάποιον ή κάτι που ζητούσα, ανταμώνω 2. ανακαλύπτω κάτι χαμένο 3. φθάνω σ αυτό που επιδίωκα 4. ανακαλύπτω τυχαία, συναντώ κατά τύχη 5. εφευρίσκω, επινοώ, μηχανεύομαι 6. έχω από παράδοση, αποκτώ από κληρονομιά 7 …

    Dictionary of Greek

  • 124εμβάλλω — (AM ἐμβάλλω) 1. βάζω, ρίχνω κάτι μέσα σε κάτι άλλο 2. μπήγω, σφηνώνω 3. (για πλοίο) κάνω εμβολή νεοελλ. φρ. «εμβάλλω σε σκέψεις, σε ανησυχία κ.λπ.» προκαλώ σκέψεις, ανησυχίες κ.λπ. αρχ. Ι. 1. αφήνω κάτι να πέσει 2. ακουμπώ, τοποθετώ 3. προκαλώ τη …

    Dictionary of Greek

  • 125εξοστρακίζομαι — (Α ἐποστρακίζω) νεοελλ. (για βλήματα) προσκρούω κάπου και αναπηδώ αλλάζοντας διεύθυνση αρχ. ρίχνω όστρακα ή βότσαλα στην επιφάνεια τής θάλασσας ώστε να αναπηδούν, «κάνω πιατάκια, παξιμαδάκια». [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οστρακίζω (< όστρακο)] …

    Dictionary of Greek

  • 126ευράξ — εὐράξ (Α) επίρρ. 1. πλαγίως, στα πλάγια 2. φρ. «εὐράξ πατάξ» αναφώνηση, επιφώνημα προς εκδίωξη πτηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ευράξ (πρβλ. λαξ, οδάξ, παξ), συσχετίστηκε με τον τ. ευρύς*, εξ ου και η λ. ερμηνεύθηκε «εκ πλαγίου». Άλλοι τή θεωρούν ως… …

    Dictionary of Greek

  • 127ηθικοπροσκόπτης — ἠθικοπροσκόπτης, ὁ (Μ) στον πληθ. οἱ ἠθικοπροσκόπται (όνομα που αποδίδεται στους οπαδούς μιας αίρεσης) αυτοί που προσκόπτουν, που προσκρούουν στην αρετή, που κάνουν κάτι το οποίο αντίκειται στην αρετή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηθική + προσκόπτω «προσκρούω,… …

    Dictionary of Greek

  • 128κάλπη — Δοχείο στο οποίο πολλοί αρχαίοι λαοί που ακολουθούσαν το νεκρικό έθιμο της καύσης συγκέντρωναν την τέφρα και τα οστά των νεκρών. Ονομάζεται και τεφροδόχος. Η χρήση της κ. εμφανίστηκε σποραδικά στην Ευρώπη στη χαλκολιθική εποχή. Στις αρχές της… …

    Dictionary of Greek