προσκεφᾰλ-αιον

  • 1προσκέφαλο — το, Ν 1. κατασκεύασμα σε σχήμα μικρού σάκου που μπαίνει κάτω από το κεφάλι για να τό στηρίξει κατά τον ύπνο ή κατά την ανάπαυση, μαξιλάρι 2. οποιοδήποτε αντικείμενο ανάλογης χρήσης ή σχήματος που τοποθετείται κάτω από το κεφάλι κοιμισμένου,… …

    Dictionary of Greek

  • 2προσκεφαλίς — ίδος, ἡ, Α μαξιλάρι, προσκέφαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσκεφάλ αιον + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. δεσμ ίς)] …

    Dictionary of Greek