προσθεν

  • 51πρόθθα — και πρόθα Α βλ. πρόσθεν …

    Dictionary of Greek

  • 52πρόσθε — Α επίρρ. βλ. πρόσθεν …

    Dictionary of Greek

  • 53πρόσθιος — α, ο / πρόσθιος, ία, ον, ΝΑ εμπρόσθιος, μπροστινός (α. «η πρόσθια όψη» β. «oἱ πρόσθιοι πόδες», Ηρόδ. γ. «οἱ πρόσθιοι ὀδόντες», Ευρ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πρόσθιο ανθρωπολ. ανθρωπομετρικό σημείο που βρίσκεται μεταξύ τών μέσων κοπτήρων στο… …

    Dictionary of Greek

  • 54πρόστα — Α επίρρ. (δωρ. τ.) βλ. πρόσθεν …

    Dictionary of Greek

  • 55συντίθημι — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυντίθημι και συντιθῶ, έω, Α [τίθημι] νεοελλ. (μόνο το μέσ.) συντίθεμαι σύγκειμαι, αποτελούμαι («το έργο είναι συντεθειμένο από πολλά μέρη») μσν. αρχ. 1. συνενώνω («φύσις πυρὸς... συνετέθη τῇ φύσει τοῡ σιδηροῡ», Λεόντ. Ιερ.) 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 56συσφηκώ — όω, Α συνδέω σφιχτά, συσφίγγω, συνενώνω («πάντα συνεσφήκωσεν ὁμοῡ τεταραγμένα πρόσθεν», Τίμων Φλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σφηκῶ «δένω, συσφίγγω» (< σφήξ, ηκός)] …

    Dictionary of Greek

  • 57σχεδόν — ΝΜΑ επίρρ. κατά προσέγγιση, πάνω κάτω, περίπου (α. «είμαι σχεδόν έτοιμη» β. «πάντα τὰ πράγματα τοῑς Ἀθηναίοις σχεδὸν ὑπῆρχε», Πλούτ.) αρχ. 1. (στο έπος και στη λυρική ποίηση) (με τοπ. σημ. και συν. με δοτ.) πολύ κοντά («νῆσοι... ναιετάουσι μάλα… …

    Dictionary of Greek

  • 58τελώ — τελῶ, έω, ΝΜΑ, και επικ. τ. τελείω Α 1. εκτελώ, επιτελώ, ενεργώ, διενεργώ (α. «θα τελέσουν τους γάμους του στον ιερό ναό τού Αγίου Δημητρίου» β. «τὰ δ ἱερὰ νύκτωρ ἤ μεθ ἡμέραν τελεῑς;», Ευρ.) 2. (στον παθ. παρακμ. ως τριτοπρόσ.) τετέλεσται!… …

    Dictionary of Greek

  • 59τινάζω — τινάσσω, Ν ΜΑ, και λόγιος τ. τινάσσω Ν 1. κινώ κάτι με μεγάλη δύναμη, κλονίζω, τραντάζω (α. «νεραντζούλα φουντωμένη, πού ναι τ άνθη σου, φύσηξε βοριάς κι αέρας και τά τίναξε», δημ. τραγούδι β. «αὐτὰρ ἔνερθε Ποσειδάων ἐτίναξε γαῑαν ἀπειρεσίην», Ομ …

    Dictionary of Greek

  • 60υπόπροσθεν — Α επίρρ. λίγο πιο πριν, λίγο πιο μπροστά («οἱ ὑπόπροσθεν χρόνοι», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πρόσθεν «μπροστά, προηγουμένως»] …

    Dictionary of Greek