προσθεν
31καταναλίσκω — και καταναλώνω (AM καταναλίσκω) 1. εξαντλώ κάτι χρησιμοποιώντας το («το αυτοκίνητό μου καταναλώνει πολλή βενζίνη») 2. δαπανώ, ξοδεύω (α. «η οικογένεια καταναλίσκει πολλά χρήματα για τα φροντιστήρια τών παιδιών» β. «εἰς τὴν στρατιὰν τάλαντα μύρια… …
32κλοπεύς — κλοπεύς, ὁ (AM) κλέφτης («κλοπεὺς ὅπως γενήσει τῶν ἀνικήτων ὅπλων», Σοφ.) αρχ. αυτός που ενεργεί κρυφά ή δόλια («φιλεῖ δ ὁ θυμὸς πρόσθεν ᾑρῆσθαι κλοπεὶς τῶν μηδὲν ὀρθῶς ἐν σκότῳ τεχνωμένων», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλοπός ή < κλοπή] …
33λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… …
34λεσχηνεύω — (AM) [λεσχήν] (ενεργ. και μέσ.) συζητώ, συνομιλώ («εἰς τὸ πρόσθεν ἐβάδιζε λεσχημονεύων τοῑς πρέσβεσι», Αππ.) …
35μεταπίπτω — (ΑΜ μεταπίπτω) [πίπτω] 1. πέφτω με διαφορετικό τρόπο ή σε άλλο μέρος, αλλάζω απότομα θέση ή κατάσταση, μεταστρέφομαι, μεταβάλλομαι ή αλλοιώνομαι ξαφνικά («ἀπὸ μὲν δὴ ταύτης τῆς ἡμέρας μεταπεσεῑν τὸ εἶδος», Ηρόδ.) 2. γραμμ. (για λέξεις) αλλάζω… …
36μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς …
37οκλάζω — (Α ὀκλάζω) 1. κάθομαι με κεκαμμένα τα σκέλη, κάθομαι σε μαζεμένη στάση με λυγισμένα τα γόνατα και με το σώμα στηριγμένο στα δάχτυλα τών ποδιών 2. (ιδίως για ζώο, όπως άλογο ή βόδι) πέφτω στα γόνατα και στηρίζω το βάρος τού σώματός μου σε αυτά,… …
38πάρειμι — (I) ΜΑ 1. παρέρχομαι, περνώ από κοντά («ὥσπερ οἱ δειλοὶ κύνες τοὺς μὲν παριόντας διώκοντες καὶ δάκνουσι», Ξεν.) 2. υπερτερώ, ξεπερνώ κάποιον (α. «ἐφάνη ἀνήρ... ὅς σε καὶ πάρεισι... πανουργίᾳ καὶ θράσει» φάνηκε ο άνδρας που θα σέ πάψει και θα σέ… …
39παρατούριον — τὸ, Α [παρατούρα] (κατά τον Ησύχ.) «ἀντίπανον πρόσθεν ἀμφίεσμα» (τών ιερέων) …
40παρορώ — (I) παρορῶ, άω, ΝΜΑ 1. παραβλέπω, κοιτάζω κάτι χωρίς να προσέχω 2. παρέρχομαι, αντιπαρέρχομαι κάτι, δεν τό υπολογίζω, δεν τό θεωρώ σοβαρό ή αξιόλογο («τὰ ἔργα τῶν χειρῶν Σου μὴ παρίδης», ΠΔ) 3. αδιαφορώ για κάτι, περιφρονώ κάτι («τοὺς μὲν τιμᾷ,… …