προσθαγενής

  • 1προσθαγενής — ές, Α προηγούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσθα, αιολ. τ. τού πρόσθεν + γενής (< γένος < γίγνομαι)] …

    Dictionary of Greek

  • 2γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… …

    Dictionary of Greek