προσθήκη
1προσθήκη — addition fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2προσθήκῃ — προσθήκη addition fem dat sg (attic epic ionic) …
3προσθήκη — η, ΝΜΑ [προστίθημι] 1. πρόσθεση, προσάρτηση (α. «θα κάνω μία προσθήκη στο κείμενο» β. «ἐν προσθήκης μέρει» με τη μορφή παραρτήματος, Πλάτ. γ. «προσθήκης μοῑραν ἐπέχειν» ήταν είδος προσθήκης, Διον. Αλ.) 2. συμπλήρωση, επαύξηση 3. το μέρος που… …
4προσθήκη — η προσάρτηση, συμπλήρωμα, αυτό που προσθέτεται: Κάνε μια προσθήκη στο περιθώριο του κειμένου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5προσθήκηι — προσθήκῃ , προσθήκη addition fem dat sg (attic epic ionic) …
6προσθηκῶν — προσθήκη addition fem gen pl …
7προσθῆκαι — προσθήκη addition fem nom/voc pl …
8προσθήκαις — προσθήκη addition fem dat pl …
9προσθήκην — προσθήκη addition fem acc sg (attic epic ionic) …
10προσθήκης — προσθήκη addition fem gen sg (attic epic ionic) …