προσθέτω
1προσθέτω — προσθέτω, πρόσθεσα βλ. πίν. 137 …
2προσθέτω — Ν [θέτω] 1. κάνω την αριθμητική πράξη τής πρόσθεσης 2. αυξάνω την ποσότητα ή τη δόση (α. «πρόσθεσε κι άλλο αλεύρι» β. «πρέπει να προσθέσουμε αντιβιοτικά») 3. τοποθετώ κάτι επάνω, δίπλα ή κοντά σε κάτι (α. «πρέπει να προσθέσω και δεύτερο όροφο») 4 …
3προσθετώ — έω, Α (εσφ. γρφ.) προστίθημι* …
4προσθέτω — πρόσθεσα και προσέθεσα, προστέθηκα, προσθεμένος και προστεθειμένος 1. ενώνω κάτι με άλλο, βάζω κι άλλο: Προσθέστε ακόμη δυο θρανία στην αίθουσα. 2. εκτελώ την αριθμητική πράξη της πρόσθεσης …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5προσθέτω — πρόσθετος put to masc/neut nom/voc/acc dual πρόσθετος put to masc/neut gen sg (doric aeolic) πρόσθετος put to masc/fem/neut nom/voc/acc dual πρόσθετος put to masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) προσθέτης accelerating masc gen sg (attic epic… …
6προσθέτῳ — πρόσθετος put to masc/neut dat sg πρόσθετος put to masc/fem/neut dat sg …
7επιπροσθέτω — προσθέτω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + προσθέτω. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Μαργαρίτη Δήμιτσα] …
8προσθαφαιρώ — προσθαφαιρῶ, έω, ΝΑ νεοελλ. προσθέτω ποσά σε λογαριασμό και αφαιρώ άλλα αρχ. προσθέτω ή αφαιρώ ανάλογα με την περίπτωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσθέτω + ἀφαιρῶ] …
9βαρυφορτώνω — και βαριοφορτώνω 1. φορτώνω κάποιον βαριά, του βάζω πολύ φορτίο 2. (για πρόσ.) επιθαρύνω κάποιον, του επιβάλλω δυσανάλογες γι αυτόν υποχρεώσεις 3. (για διακόσμηση) προσθέτω πολλά διακοσμητικά στοιχεία σε κάτι, ώστε να καταντάει ακαλαίσθητο 4.… …
10επισυντίθημι — ἐπισυντίθημι (Α) 1. προσθέτω επί πλέον 2. ακουμπώ 3. προσθέτω νέο άρθρο σε προηγούμενη συνθήκη …