προσθέτω
91προσεπιβάλλω — Α [ἐπιβάλλω] 1. ρίχνω, πετώ, θέτω κάτι άλλο επί πλέον επάνω σε κάτι («προσεπιβαλόντας τῆς γῆς κελεύειν ἀπαγγεῑλαι τῷ Ξέρξη», Πολ.) 2. επιβάλλω επιπροσθέτως 3. προσθέτω, επιβαρύνω επί πλέον …
92προσεπιδιατάσσω — Α (σε διαθήκη) ορίζω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιδιατάσσομαι «προσθέτω κάτι στη διαθήκη»] …
93προσεπιζεύγνυμι — και προσεπιζευγνύω Μ προσθέτω κάτι ακόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιζεύγνυμι «συνδέω, συνάπτω»] …
94προσεπιλέγω — ΝΑ [ἐπιλέγω] νεοελλ. (μόνο μέσ.) προσεπιλέγομαι παρονομάζομαι, τιτλοφορούμαι επί πλέον, προσεπικαλούμαι αρχ. 1. λέω κάτι επιπροσθέτως, προσθέτω κάτι στον λόγο μου («προσεπέλεγον ὅτι πᾱν ὑπομενοῡσιν, εἰ πάντως τοῡτο κέκριται Ῥοδίοις», Πολ.) 2. μέσ …
95προσεπιλαλώ — έω, Μ μιλώ περισσότερο ή προσθέτω κάτι στην ομιλία μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιλαλῶ «μιλώ για κάτι, φλυαρώ] …
96προσεπιμετρώ — προσεπιμετρῶ έω, ΝΜΑ [ἐπιμετρώ] νεοελλ. 1. συνυπολογίζω 2. φρ. «προσεπιμετρώ ποινή» (νομ.) καθορίζω την ποινή που πρέπει να επιβληθεί μέσα στα όρια τα οποία ορίζει ο νόμος μσν. αρχ. μετρώ, υπολογίζω και δίνω σε κάποιον κάτι επί πλέον («τὸ πολὺ… …
97προσεπιπλάσσω — Α 1. σχηματίζω, πλάθω επίσης 2. επινοώ επί πλέον κάτι πλασματικό, προσθέτω κάτι ανύπαρκτο 3. (σχετικά με έμπλαστρο) τοποθετώ και δεύτερο πάνω στο πρώτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιπλάσσω «επιθέτω, σχηματίζω»] …
98προσεπισκήπτω — Α προσθέτω κι άλλες θερμές παρακλήσεις, παρακαλώ θερμά κάποιον ακόμη περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπισκήπτω «εξορκίζω, παρακαλώ θερμά»] …
99προσεπισκώπτω — Α περιπαίζω επί πλέον, προσθέτω και άλλες κοροϊδίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπισκώπτω «περιπαίζω, περιγελώ»] …
100προσεπιτίθημι — Α [ἐπιτίθημι] 1. επιθέτω, τοποθετώ κάτι ακόμη πάνω σε κάτι άλλο 2. προσθέτω επί πλέον 3. μέσ. προσεπιτίθεμαι α) παίρνω κάτι επί πλέον («οὐκ ἦν ἱκανὸν αὐτῷ τὴν γυναίκα ἀπαγαγεῑν, ἀλλὰ καὶ τὰ χρήματα προσεπέθετο», Δίων Χρ.) β) επιτίθεμαι επί πλέον …