προσθέτω

  • 81προσαγελάζω — Α προσθέτω σε αγέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀγέλη + κατάλ. άζω] …

    Dictionary of Greek

  • 82προσαιρούμαι — έομαι, Α [αἱροῡμαι] 1. εκλέγω και προσθέτω («δέκα γὰρ ἄνδρας Σπαρτιατῶν προσείλοντο αὐτῷ συμβούλους», Θουκ.) 2. εκλέγω επιπροσθέτως 3. (σπάν. το ενεργ.) προσαιρῶ, έω διορίζω κάποιον ως βοηθό μου 4. φρ. «ἐμαυτῷ προσαιροῡμαί τινα» προσλαμβάνω… …

    Dictionary of Greek

  • 83προσαρτώ — προσαρτῶ, άω, ΝΑ προσδένω ή συνδέω κάτι με κάτι άλλο, συνάπτω, προσκολλώ («τοὺς ἐγχωρίους μόλυβδον πρὸς τοῑς ὀϊστοῑς προσαρτῶντας τοξεύοντας καταβάλλειν», Αριστοτ.) νεοελλ. καθιστώ μία περιοχή τμήμα τού κράτους μου, κάνω προσάρτηση ξένου εδάφους… …

    Dictionary of Greek

  • 84προσαστεΐζομαι — Α προσθέτω έναν αστεϊσμό στον λόγο μου («ὁ δὲ παρακαλέσας αὐτὸν καί τι προσαστεϊασάμενος τοιοῡτον», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀστεΐζομαι «κάνω αστείο, αστειεύομαι»] …

    Dictionary of Greek

  • 85προσαυξάνω — ΝΜΑ, προσαύξω Α [αὐξάνω/αὔξω] 1. κάνω κάτι ακόμα μεγαλύτερο ή περισσότερο, αυξάνω, ενισχύω 2. αυξάνομαι, μεγαλώνω («τὰ ἐμβατήκια τῶν ἐκκλησιῶν προσηύξησαν», Σάθ.) αρχ. προσθέτω σε κάτι …

    Dictionary of Greek

  • 86προσβάλλω — ΝΜΑ, προσβάνω και προσβέλνω Ν, επικ. τ. προτιβάλλω Α [βάλλω] κάνω επίθεση, επιτίθεμαι, εφορμώ («τὴν μὲν ἄλλην στρατιὴν κελεύειν πέριξ προσβάλλειν τὸ τεῑχος» Ηρόδ.) νεοελλ. 1. βλάπτω, κάνω κακό («ο ιὸς προσβάλλει κυρίως το νευρικό σύστημα») 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 87προσβιβάζω — Α 1. κάνω κάποιον να πλησιάσει, φέρνω πλησιέστερα 2. παρομοιάζω κάποιον με κάποιον άλλο («ὡς μὲν οἱ κατὰ πάντα τῷ Ἀλεξάνδρῳ παραβάλλοντες αὐτὸν καὶ προσβιβάζοντες ἀξιοῡσι», Πλούτ.) 3. μτφ. πείθω («τῷ λόγω προσβιβάζων ὑμᾱς», Αισχίν.) 4. (σχετικά… …

    Dictionary of Greek

  • 88προσδοξάζω — Α 1. προσθέτω κάτι σε μία γνώμη («τὸ οὖν προσλαβεῑν λόγον τῇ ὀρθῇ δόξῃ τί ἂν ἔτι εἴη; εί μὲν γὰρ προσδοξάσαι λέγει ᾗ διαφέρει τι τῶν ἄλλων», Πλάτ.) 2. εισάγω σε μια κρίση ένα πρόσθετο στοιχείο για να προκαλέσω συναισθηματικές εντυπώσεις 3. νομίζω …

    Dictionary of Greek

  • 89προσεπάγω — Α 1. προκαλώ επί πλέον 2. προσθέτω επί πλέον («προσεπάγει τῇ ψευδογραφίᾳ λέγων οὕτως», Γαλ.) 3. παθ. προσεπάγομαι οδηγούμαι ενώπιον δικαστηρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπάγω «οδηγώ, επιφέρω, προκαλώ»] …

    Dictionary of Greek

  • 90προσεπεμβάλλω — Α 1. εμβάλλω, προσθέτω επί πλέον 2. (αποθ.) επεξεργάζομαι περισσότερο, συμπληρώνω και καθιστώ ένα έργο τελειότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπεμβάλλω «τοποθετώ, βάζω επί πλέον»] …

    Dictionary of Greek