προσθέτω
71παρεμμίγνυμι — και παρεμμίσγω ΜΑ αναμιγνύω επί πλέον, προσθέτω και άλλη ποσότητα σε ένα μίγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐμμίγνυμι / ἐμμίσγω «αναμιγνύω»] …
72παρονομάζω — Α 1. ονομάζω κάτι με ονομασία ελαφρά αλλοιωμένη, αλλάζω ελαφρά το όνομα κάποιου («Ἀκτικὴν τὴν νῡν Ἀττικήν παρονομασθεῑσαν», Στράβ.) 2. παράγω, σχηματίζω ένα όνομα από άλλο 3. παθ. παρονομάζομαι παίρνω παρωνύμιο, παρατσούκλι 4. προσθέτω σε κάποιον …
73παρωδώ — παρῳδῶ, έω, ΝΜΑ [παρωδός] απομιμούμαι το ύφος, την τεχνοτροπία ή τις ιδέες κάποιου με σκοπό την πρόκληση γέλιου, υπερτονίζοντας τις αδυναμίες ή τις ιδιαιτερότητές του 2. διακωμωδώ, χλευάζω χρησιμοποιώντας το μέσο τής απομίμησης μσν. προσθέτω… …
74περιτίθημι — ΜΑ [τίθημι] μσν. θέτω προς εξέταση, μελέτη αρχ. 1. τοποθετώ ολόγυρα, βάζω γύρω γύρω 2. περιβάλλω 3. επιθέτω, προσθέτω 4. ενώνω, συνάπτω 5. επισυνάπτω σε διάφορα σημεία ενός όλου 6. προσδένω 7. επιφέρω 8. παρέχω 9. επιθέτω, επιβάλλω 10. χρεώνω… …
75περιχειλώνω — περιχειλῶ, όω, ΝΜΑ περιβάλλω κάτι ολόγυρα με χείλη, με ταινία από διαφορετικό υλικό (α. «περιχειλώνω το τραπεζομάντηλο» προσθέτω στις άκρες τού τραπεζομάντηλου μπορντούρα β. «περιχειλώσας σιδήρῳ, ὡς ἄν μὴ σκεδαννύωνται οἱ λίθοι, Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …
76πιπερώνω — Ν [πιπέρι] 1. ρίχνω ή αναμιγνύω σε φαγητό πιπέρι, αρτύω, καρυκεύω έδεσμα με πιπέρι, πιπερίζω 2. μτφ. παρεμβαίνω σε συζήτηση και προσθέτω κάτι που δεν είναι αληθινό, για να αποσπάσω την προσοχή …
77ποσπαραγράφω — ΜΑ γράφω κάτι ακόμη, προσθέτω κάτι ακόμη σε γραπτό κείμενο («προσπαραγράφουσι... τὸν ἐκ Πλαγγόνος, ἂν σὲ γράφωσιν ἂν δ ἐμέ, τῆς ἐμῆς μητρὸς τὄνομα», Δημοσθ.) …
78προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… …
79προσάγω — ΝΜΑ 1. φέρνω κάποιον ή κάτι κάπου, προσκομίζω («τίς δαίμων τόδε πῆμα προσήγαγε;», Ομ. Οδ.) 2. οδηγώ κάποιον ή κάτι ενώπιον κάποιου και, ιδίως, ενώπιον δικαστηρίου (α. «να προσαχθεί ο κατηγορούμενος» β. «τῷ Κύρῳ προσάγειν τοὺς αἰχμαλώτους», Ξεν. γ …
80προσάπτω — ΝΜΑ και δωρ. τ. προτιάπτω Α [ἅπτω] 1. προσαρτώ κάτι σε κάτι άλλο, προσκολλώ («τούτων μὲν ὦν ἔχεις χεροῑν τύμβῳ προσάψης μηδέν», Σοφ.) 2. επισυνάπτω («τὸ ἀντίγραφον... προσήψαμεν», πάπ.) 3. μτφ. (με αρνητική σημ.) καταλογίζω κάτι εις βάρος κάποιου …