προσθέτω

  • 61οφέλλω — (I) ὀφέλλω (Α) (επικ. και αρκαδ. τ.) βλ. οφείλω. (II) ὀφέλλω (Α) 1. αυξάνω, μεγαλώνω, υψώνω, επιτείνω («οὐ γάρ τις κείνῳ ἐναλίγκια κύματ ὀφέλλει... πόρος», Διον. Περ.) 2. δίνω τιμή, τιμώ («πεδίον σὺν θεῶν ὀφέλλειν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης… …

    Dictionary of Greek

  • 62πανί — και παννί, το 1. λεπτό ύφασμα από λινάρι ή βαμβάκι 2. μικρό τεμάχιο οποιουδήποτε υφάσματος 3. ιστίο πλοίου 4. στον πληθ. τα πανιά α) ειδικά τεμάχια από μαλακό ύφασμα με τα οποία συνήθιζαν να περιτυλίγουν τα μωρά, αλλ. πάνες ή σπάργανα β) το… …

    Dictionary of Greek

  • 63παραγράφω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. ακυρώνω το δικαίωμα αγωγής ή μήνυσης ή διαγράφω αδίκημα λόγω εκπνοής τής καθορισμένης από τον νόμο προθεσμίας 2. γράφω πολύ, επί μεγάλο χρονικό διάστημα, πέρα από τις δυνάμεις μου 3. (η μτχ. μέσ. παρακμ.) παραγεγραμμένος, η, ο… …

    Dictionary of Greek

  • 64παραμ(ε)ίγνυμι — και παραμ(ε)ιγνύω Α 1. αναμιγνύω, ανακατώνω με κάτι 2. προσθέτω κάτι σε μίγμα («παραμείγνυμι μέλι», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + μ(ε)ίγνυμι «αναμιγνύω»] …

    Dictionary of Greek

  • 65παραμίσγω — Α ιων. τ. 1. αναμιγνύω με κάτι 2. προσθέτω κάτι σε μίγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + μίσγω, μεταπλασμένος τ. τού μ(ε)ίγνυμι] …

    Dictionary of Greek

  • 66παραπήγνυμι — και παραπηγνύω ΜΑ προσθέτω κάτι ως υποσημείωση αρχ. 1. μπήγω κάτι κοντά σε κάτι άλλο (α. «παραπήξαντες αἰχμὰς ἔνθεν καὶ ἔνθεν τοῡ νεκροῡ», Ηρόδ. β. «παρὰ δ ἔγχεα μακρὰ πέπηγεν», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. εμφυτεύω κάτι κοντά σε κάτι άλλο («αἱ λῡπαι ταῑς… …

    Dictionary of Greek

  • 67παραφορτίζομαι — Α (κυριολ. και μτφ.) παρεμβάλλω κάτι ως πρόσθετο φορτίο, προσθέτω και άλλο φορτίο, παραφορτώνω («ταῡτα τῷ λόγῳ παρεφορτισάμην», Πλούτ.) …

    Dictionary of Greek

  • 68παρεγγλύφω — Α [εγγλύφω] προσθέτω εγγλυφές, σχηματίζω χαράγματα το ένα κοντά στο άλλο …

    Dictionary of Greek

  • 69παρεισπείρω — Μ σπέρνω, προσθέτω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + εἰς + σπείρω] …

    Dictionary of Greek

  • 70παρεμβάλλω — ΝΑ [εμβάλλω] 1. τοποθετώ κοντά ή εισάγω κάτι ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πράγματα, παρενθέτω («παρενέβαλε αποσπάσματα από άλλο κείμενο») 2. μέσ. παρεμβάλλομαι αναμιγνύω τον εαυτό μου σε κάτι, παρεμβαίνω αρχ. 1. στρατ. παρεισάγω στρατεύματα σε… …

    Dictionary of Greek