προσθέτω

  • 51καθυποβάλλω — (AM καθυποβάλλω) (επιτατ. τού υποβάλλω) υποβάλλω κάποιον σε κάτι («καθυποβάλλω ἀριθμῷ» μετρώ, υποβάλλω σε αρίθμηση, Μάρκ. Διάκ.) νεοελλ. φρ. «καθυποβάλλω τα σέβη μου» χαιρετισμός σε αξιοσέβαστο πρόσωπο μσν. 1. απονέμω, εκχωρώ, παραχωρώ 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 52καλοσυσταίνω — και καλοσυστήνω 1. δίνω καλές συστάσεις για κάποιον 2. περιποιώ τιμή σε κάποιον, προσθέτω στην καλή φήμη και υπόληψη κάποιου («αυτά που κάνεις δεν σέ καλοσυσταίνουν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλά) + συσταίνω / συστήνω] …

    Dictionary of Greek

  • 53καρυκεύω — (Α καρυκεύω) [καρύκη] 1. προσθέτω στο φαγητό καρυκεύματα για να γίνει πιο νόστιμο («τὰ ἱερεῑα... ἐμαγείρευον... καὶ ἐκαρύκευον», Αθήν.) 2. φρ. «καρυκεύω τον λόγο(ν)» κάνω τον λόγο γλαφυρότερο χρησιμοποιώντας ωραίες λέξεις ή φράσεις αρχ. ανακατώνω …

    Dictionary of Greek

  • 54κολαρίζω — [κολάρο] 1. βυθίζω σε διάλυμα αμύλου λινά ή βαμβακερά υφάσματα ή ενδύματα, σεντόνια, τραπεζομάντηλα, γιακάδες κ.λπ. για να γίνουν σκληρά και στητά με το σιδέρωμα* 2. προσθέτω άμυλο σε κρασί για να γίνει διαυγές …

    Dictionary of Greek

  • 55κονσομέ — το συμπυκνωμένος ζωμός κρέατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. consomme < γαλλ. ρ. consommer < λατ. ρ. consummo «προσθέτω, συμπληρώνω, τελειώνω»] …

    Dictionary of Greek

  • 56μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …

    Dictionary of Greek

  • 57μανικώνω — [μανίκι] 1. ράβω μανίκια σε ένδυμα 2. προσθέτω λαβή σε όργανο ή σε σκεύος, εφαρμόζω λαβή …

    Dictionary of Greek

  • 58μεσιτεύω — και μεσιτεύγω και μισιτεύγω (ΑM μεσιτεύω) [μεσίτης] 1. ενεργώ ως μεσίτης, παρεμβαίνω ή μεσολαβώ μεταξύ δύο προσώπων ή ομάδων για να τούς συμβιβάσω, να τούς συμφιλιώσω ή για να συνάψουν συμφωνία 2. ενεργώ για σύναψη αγοραπωλησίας, μίσθωσης ή… …

    Dictionary of Greek

  • 59μεταχρώννυμι — (Α) 1. μεταβάλλω το χρώμα ενός πράγματος 2. προσθέτω χρώμα σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + χρώννυμι «χρωματίζω»] …

    Dictionary of Greek

  • 60οπάζω — ὀπάζω (Α) 1. στέλνω κάποιον μαζί με άλλον ως ακόλουθο ή ως συνοδοιπόρο ή κάνω κάποιον να ακολουθήσει («ἐπεὶ ῥὰ οἱ ὤπασα πομπόν», Ομ. Ιλ.) 2. (σχετικά με πράγματα) παραχωρώ, παρέχω, δίνω («νῡν μὲν γὰρ τούτῷ Κρονίδης Ζεὺς κῡδος ὀπάζει» δίνει σ… …

    Dictionary of Greek