προσθέτω

  • 41επιρράπτω — (Α ἐπιρράπτω) ράβω κάτι πάνω σε άλλο, προσθέτω με ραφή, μπαλώνω («οὐδεὶς ἐπίβλημα ῥάκους ἀγνάφου ἐπιρράπτει ἐπὶ ἱματίῳ παλαιῷ», ΚΔ) αρχ. 1. ράβω μέσα σε κάτι («Ζεύς... Διόνυσον ἐπέρραφεν ἄρσενι μηρῷ», Νόνν.) 2. συρράπτω, συνδέω …

    Dictionary of Greek

  • 42επιρρητορεύω — ἐπιρρητορεύω (Α) [ρητορεύω] 1. ρητορεύω, μιλώ για κάτι 2. προσθέτω στο τέλος τού ρητορικού μου λόγου …

    Dictionary of Greek

  • 43επιρρωννύω — (AM ἐπιρρώννυμι και ἐπιρρωννύω) [ρώννυμι] 1. προσθέτω δύναμη, ενισχύω, δίνω θάρρος, ενθαρρύνω («ἐξαπίνης ἀναφανείς... τοὺς μέν τῷ ἀδοκήτῳ ἐξέπληξε, τοὺς δέ... μᾱλλον ἐπέρρωσεν», Θουκ.) 2. (στο παθ. ο παρακμ. ἐπέρρωμαι και ο υπερσ. ἐπερρώμην αντί… …

    Dictionary of Greek

  • 44επιστεγάζω — (AM ἐπιστεγάζω) σκεπάζω οίκημα με στέγη, προσθέτω τη στέγη νεοελλ. ολοκληρώνω έργο ή προσφορά με μια αξιόλογη τελική πράξη …

    Dictionary of Greek

  • 45επισυνάπτω — (AM ἐπισυνάπτω) [συνάπτω] προσθέτω, συνάπτω σε κάτι νεοελλ. 1. συνδέω, προσαρτώ (και συνήθως κλείνω στον ίδιο φάκελο) έγγραφο, επιταγή, σημείωμα, σχέδιο κ.λπ. σε επιστολή, αίτηση ή διαβιβαστικό έγγραφο 2. υποβάλλω πιστοποιητικό, έγγραφο κ.λπ.… …

    Dictionary of Greek

  • 46επισωρεύω — (AM ἐπισωρεύω) (για πρόσ.) (ενεργ. και μέσ.) συγκεντρώνω, συσσωρεύω, μαζεύω (α. «τα πλήθη βλέπω να επισωρεύωνται», Κάλβος β. «ἐπισωρεύσουσι διδασκάλους», ΚΔ) νεοελλ. συσσωρεύω, σωριάζω («αυτός ο πόλεμος επισώρευσε πολλές συμφορές στη χώρα») μσν.… …

    Dictionary of Greek

  • 47επιτεχνολογώ — ἐπιτεχνολογῶ, έω (Α) προσθέτω στους κανόνες μιας τέχνης, ερμηνεύω επί πλέον κατά τους κανόνες τής τέχνης …

    Dictionary of Greek

  • 48επιτραγωδώ — ἐπιτραγῳδῶ, έω (Α) 1. διηγούμαι κάτι με τραγικό τρόπο 2. εξαίρω, εγκωμιάζω, μεγαλοποιώ, εξογκώνω («ἐπιτραγῳδεῑν τὰς τῶν Ἑλλήνων συμφοράς», Δίον. Αλ.) 3. ολοφύρομαι, θρηνώ με τραγικό τρόπο 4. προσθέτω κάτι σε μια τραγωδία 5. μιλώ, δημηγορώ με… …

    Dictionary of Greek

  • 49θέτω — (Μ θέτω) 1. τοποθετώ 2. προτείνω, υποβάλλω («θέτω όρους») 3. βάζω κάποιον να ξαπλώσει, τόν βάζω στο κρεβάτι νεοελλ. 1. παραδέχομαι, θεωρώ («τό θέτω ως ζήτημα αρχής») 2. ιδρύω, καθιερώνω («θέτω βραβείο») 3. φρ. α) «θέτω σε ενέργεια» αρχίζω να… …

    Dictionary of Greek

  • 50θειώ — (I) θειῶ, όω (Α) [θείος (Ι)] κάνω κάτι θείο, αφιερώνω στον θεό, καθαγιάζω. (II) θειῶ, όω, επικ. τ. θεειόω (Α) [θείο (ΙΙ)] (ενεργ. και μέσ.) θειῶ και θειοῡμαι καπνίζω με θειάφι, θειαφίζω αρχ. μτφ. καθαρίζω, προσπαθώ να καθαρίσω 2. (στην αλχημεία)… …

    Dictionary of Greek