προσθέτω

  • 111προσπαρατίθημι — Α [παρατίθημι] 1. προσαρτώ, προσάπτω («[ἄρθροις] διάρθρωσιν προσπαρατιθέναι», Αντίγ. Καρ.) 2. προσθέτω κάτι ακόμη («μᾱζαν παρέχειν κελεύει, ἄρτον δὲ ταῑς ἑορταῑς προσπαρατιθέναι», Αθήν.) 3. προβάλλω κάτι ως ένα επί πλέον παράδειγμα («καὶ… …

    Dictionary of Greek

  • 112προσπλάσσω — ΜΑ, και αττ. τ. προσπλάττω Α μσν. προσδίδω σε κάποιον κάτι («τί τῷ μύρμηκι λέοντος προσπλάττεις ἀλκήν», Ευστ. Πον.) αρχ. 1. κατασκευάζω, πλάθω κάτι προσκολλώντας το πάνω σε άλλο 2. αυξάνω κάτι επιπροσθέτως 3. προσθέτω 4. παθ. προσπλάσσομαι α)… …

    Dictionary of Greek

  • 113προσπορίζω — ΝΑ 1. παρέχω, προμηθεύω σε κάποιον κάτι επί πλέον 2. μέσ. προσπορίζομαι προμηθεύομαι, λαμβάνω κάτι επιπροσθέτως αρχ. 1. μαθημ. προσθέτω 2. (η μτχ. ουδ. παθ. αορ.) προσπορισθέν (κατά τον Ησύχ.) «ἐπινοηθέν». [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + πορίζω «φέρω,… …

    Dictionary of Greek

  • 114προσράπτω — ΝΜΑ ράβω κάτι πάνω σε άλλο, προσθέτω με ραφή, μπαλώνω …

    Dictionary of Greek

  • 115προσσυλλαμβάνω — Α 1. συνάπτω κάτι σε κάτι άλλο, προσθέτω 2. μέσ. προσσυλλαμβάνομαι α) συμβάλλω, συντελώ σε κάτι επιπροσθέτως β) συμβάλλω στη βεβαίωση («προσσυνελάβετο τοῡ λόγου τούτου», Δίων Κάσσ.) …

    Dictionary of Greek

  • 116προσσχεδιάζω — Α προσθέτω κάτι ακόμη («προσεσχεδιάζετο τοῑς πεπραγμένοις καὶ τὰ μὴ γενόμενα», Ιώσ.) …

    Dictionary of Greek

  • 117προσυπογράφω — ΝΑ [ὑπογράφω] νεοελλ. 1. υπογράφω μαζί με άλλους, συνυπογράφω («το έγγραφο προσυπέγραψαν και τα μέλη τού συμβουλίου που ήταν απόντα στην προηγούμενη συνεδρίαση») 2. μτφ. εγκρίνω, αποδέχομαι απολύτως κάτι αρχ. 1. σχεδιάζω κάτι ακόμη 2. επισυνάπτω… …

    Dictionary of Greek

  • 118προσφέρω — ΝΜΑ, και προσφέρνω Ν, και δωρ. τ. ποτιφέρω Α [φέρω] 1. δίνω κάτι ευγενικά ως δώρο, δωρίζω, χαρίζω (α. «η εταιρεία τού προσέφερε για τις υπηρεσίες του ένα ταξίδι» β. «καὶ δῶρα... χρυσοῡ τε καὶ ἀργύρου προσεφέρετο», Θουκ.) 2. (σχετικά με έδεσμα ή… …

    Dictionary of Greek

  • 119προσφιλοτεχνώ — έω, Α 1. μεταχειρίζομαι περισσότερη τέχνη σε κάτι 2. προσθέτω κάτι με τέχνη 3. σοφίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + φιλοτεχνῶ «ενεργώ με τέχνη, τεχνουργώ»] …

    Dictionary of Greek

  • 120προσφυρώ — άω, Α προσθέτω στο μίγμα, αναμιγνύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + φυρῶ, εκτεταμένος τ. τού φύρω*] …

    Dictionary of Greek