προσθέτω
101προσεπιφθέγγομαι — Α 1. προσθέτω, αναφέρω κάτι ακόμη 2. φανερώνω επίσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιφθέγγομαι «ομιλώ, επιλέγω»] …
102προσεπιφωνώ — έω, Α [ἐπιφωνῶ] προσθέτω κάτι ακόμη στην ομιλία μου, λέγω κάτι ακόμη …
103προσεπιχαράσσω — Α [ἐπιχαράσσω] χαράζω κι εγώ σε μια επιφάνεια, προσθέτω στα ήδη χαραγμένα …
104προσθέτησις — ήσεως, ἡ, Α [προσθετῶ] παρέμβαση, παρεμβολή …
105προσκαταχωρίζω — Α 1. καταχωρίζω, καταγράφω επί πλέον 2. προσθέτω πιστωτικό ποσό στο κατάστιχο τράπεζας 3. παθ. προσκαταχωρίζομαι (για έγγραφο) συνάπτομαι ή παραδίδομαι μαζί με άλλο έγγραφο …
106προσκοσμώ — έω, Α [κοσμῶ] 1. προσθέτω, επιθέτω πρόσθετο κόσμημα 2. παθ. προσκοσμοῡμαι, έομαι διακοσμούμαι, στολίζομαι επιπροσθέτως …
107προσλέγω — ΜΑ μσν. ανακοινώνω, γνωστοποιώ κάτι ακόμη αρχ. 1. λέω κάτι επιπροσθέτως, προσθέτω κάτι ακόμη σε όσα έχω ήδη πει 2. χαιρετίζω με προσφώνηση, προσφωνώ 3. μέσ. προσλέγομαι απευθύνομαι σε κάποιον, τού αποτείνω τον λόγο 4. φρ. «προσλέγομαι θυμῷ» βάζω… …
108προσλογοποιώ — έω, Α [λογοποιῶ] διηγούμαι επί πλέον, προσθέτω κάτι ακόμη στην αφήγησή μου …
109προσνέμω — Α [νέμω] 1. αφιερώνω σε κάποιον κάτι («τοὺς δὲ γυμνικούς, κατὰ τὸ πρέπον προσνέμοντας τοῑς θεοῑς», Πλάτ.) 2. προσθέτω 3. (σχετικά με τμήματα γης) προσαρτώ («καὶ τὴν τῶν Μεγαρέων πόλιν διαπραξάμενος προσένειμε τοῑς Ἀχαιοῑς», Πολ.) 4. (για βοσκό)… …
110προσνέω — (I) Α κολυμπώ προς μια κατεύθυνση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + νέω (Ι) «κολυμπώ»]. (II) Α συσσωρεύω επί πλέον, προσθέτω κάτι ακόμη στον σωρό που ήδη υπάρχει, επισωρεύω («προσνέειν ξύλα ταῑς θύραις», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + νέω (III) «μαζεύω,… …