προσθέτω
11επιφέρω — (AM ἐπιφέρω) νεοελλ. 1. επενεργώ, επιδρώ για δεύτερη φορά («θα επιφέρουμε τροποποιήσεις στο νομοσχέδιο») 2. αναφέρω συμπληρωματικά, επιλέγω, προσθέτω («επιφέρει παραδείγματα που ενισχύουν τους ισχυρισμούς του») 3. (για επιστολή) μεταφέρω… …
12επιφωνώ — (AM ἐπιφωνῶ, έω) φωνάζω, αναφωνώ («οἱ δὲ ἐπεφώνουν λέγοντες σταύρωσον, σταύρωσον αὐτόν», ΚΔ) μσν. 1. δηλώνω πανηγυρικά, φανερώνω 2. προσφωνώ 3. διατάζω 4. μέσ. ἐπιφωνοῡμαι α) συμβουλεύω, προτρέπω β) παραγγέλνω, διατάζω γ) γνωστοποιώ αρχ. μσν.… …
13παραγεμίζω — και παραγιομίζω 1. γεμίζω κάτι πάρα πολύ, υπερπληρώ («παραγέμισες τη βαλίτσα») 2. προσθέτω στο κυρίως φαγητό διάφορα υλικά ή αρτύματα, βάζω τη γέμιση («παραγεμίζω τα κολοκυθάκια») 3. μτφ. (σχετικά με λόγο, ομιλία ή γραπτό κείμενο) παρενθέτω… …
14προσαποδίδωμι — Α [ἀποδίδωμι] 1. καταβάλλω κάτι ακόμη για να εξοφλήσω ένα χρέος 2. προσθέτω κάτι ως συμπλήρωμα σε κάτι άλλο 3. προσθέτω σε φάρμακο 4. βεβαιώνω ακόμη περισσότερο 5. (σχετικά με επίδεσμο) αποπερατώνω, αποτελειώνω 6. μέσ. προσαποδίδομαι πουλώ κάτι… …
15προσγράφω — ΝΜΑ 1. προσθέτω κατά την γραφή το γράμμα ιώτα (ι) κοντά σε φωνήεν αντί υπογεγραμμένης 2. (το θηλ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) η προσγεγραμμένη το ι όταν τίθεται δίπλα σε φωνήεν αντί υπογεγραμμένης αρχ. 1. γράφω κάτι επί πλέον («ἄν τι προσγράψαι… …
16προσεγγράφω — Α 1. εγγράφω, αναγράφω επί πλέον σε μια στήλη 2. γράφω κάπου κάτι επιπρόσθετα, προσθέτω κάπου όνομα («προσεγγράφειν ἐν ταῑς συνθήκαις», Υπερείδ.) 3. προσθέτω σε έγγραφο περιοριστικό όρο, εγγράφω πρόσθετη περιοριστική διάταξη …
17προσορίζω — Α 1. περιλαμβάνω εντός τών συνόρων και, κυρίως, προσθέτω μια χώρα στα όρια μιας επικράτειας 2. (το ενεργ. και μέσ.) ορίζω επιπροσθέτως τα όρια ενός πράγματος («προσορίζω χρόνον πένθους», Πλούτ.) 3. (ως αμτβ.) βρίσκομαι κοντά σε έναν τόπο, είμαι… …
18προστίθημι — ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτιτίθημι και προστιθῶ, έω, Α [τίθημι] μέσ. προστίθεμαι συνάπτομαι, ενώνομαι με κάτι άλλο σε ένα σύνολο νεοελλ. φρ. «προστιθέμενη αξία» (οικον.) η διαφορά μεταξύ τής χρηματικής αξίας που εισπράττει μια επιχείρηση από την πώληση… …
19υπομίγνυμι — και ὑπομείγνυμι Α [μίγνυμι / μείγνυμι] 1. προσθέτω κάτι με ανάμιξη, αναμιγνύω σε κάτι («ἐξ ὀξέος καὶ ἁλμυροῡ ξυνθεὶς ζύμωμα ὑπομείξας αὐτοῑς», Πλάτ.) 2. μτφ. α) (αμτβ.) πλησιάζω μια περιοχή χωρίς να γίνω αντιληπτός («ὡς εἶχον τάχους ὑπομείξαντες… …
20τσοντάρω — τσοντάρισα και τσόνταρα, τσονταρίστηκα, τσονταρισμένος 1. προσθέτω τσόντα (βλ. λ.), προσθέτω. 2. μτφ., συμπληρώνω χρηματικό ποσό για συμμετοχή στην εκπλήρωση κάποιου σκοπού: Τσοντάρισα κι εγώ στην ανέγερση της εκκλησίας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)