προσηγορία
1προσηγορία — προσηγορίᾱ , προσηγορία friendly greeting fem nom/voc/acc dual προσηγορίᾱ , προσηγορία friendly greeting fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2προσηγορίᾳ — προσηγορίαι , προσηγορία friendly greeting fem nom/voc pl προσηγορίᾱͅ , προσηγορία friendly greeting fem dat sg (attic doric aeolic) …
3προσηγορία — η, ΝΜΑ [προσήγορος] ονομασία, επωνυμία, χαρακτηρισμός που δίνεται σε κάποιον ή κάτι («ἔχουσαν τὴν προσηγορίαν ἀπ αὐτοῡ τοῡ συμπτώματος», Πολ.) μσν. αρχ. 1. φιλικός χαιρετισμός, προσφώνηση («ἤπιά σοι πρὸς τοὺς ἀπαντώντας ἔστω τὰ ῥήματα καὶ… …
4προσηγορία — η ονομασία, επωνυμία …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5προσηγορίας — προσηγορίᾱς , προσηγορία friendly greeting fem acc pl προσηγορίᾱς , προσηγορία friendly greeting fem gen sg (attic doric aeolic) …
6προσηγορίαι — προσηγορία friendly greeting fem nom/voc pl προσηγορίᾱͅ , προσηγορία friendly greeting fem dat sg (attic doric aeolic) …
7προσηγορίαν — προσηγορίᾱν , προσηγορία friendly greeting fem acc sg (attic doric aeolic) …
8προσηγοριῶν — προσηγορία friendly greeting fem gen pl …
9προσηγορίαις — προσηγορία friendly greeting fem dat pl …
10κοκόνα — η 1. (ως προσηγορία γυναικών αριστοκρατικής καταγωγής) κυρία, κυρά, δέσποινα 2. (ως θωπευτική προσηγορία γυναίκας) αγαπητή, καλή 3. ειρων. αυτή που κάνει τη μεγάλη κυρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρουμαν. cocoană] …