προσεψηφίσθη
1προσεψηφίσθη — προσψηφίζομαι vote besides aor ind pass 3rd sg …
2προσψηφίζομαι — Α 1. αποφασίζω κάτι επί πλέον με την ψήφο μου 2. (παθ. τριτοπροσ.) προσεψηφίσθη αποφασίστηκε επί πλέον με ψηφοφορία …
1προσεψηφίσθη — προσψηφίζομαι vote besides aor ind pass 3rd sg …
2προσψηφίζομαι — Α 1. αποφασίζω κάτι επί πλέον με την ψήφο μου 2. (παθ. τριτοπροσ.) προσεψηφίσθη αποφασίστηκε επί πλέον με ψηφοφορία …