προσεπιστέλλω
1προσεπιστέλλω — Α [ἐπιστέλλω] 1. διατάσσω κάτι ακόμη, εντέλλομαι κάτι ακόμη 2. δίνω εντολές με επιστολή …
2προσεπέστελλον — προσεπιστέλλω notify aor ind act 3rd pl προσεπιστέλλω notify aor ind act 1st sg προσεπιστέλλω notify imperf ind act 3rd pl προσεπιστέλλω notify imperf ind act 1st sg …
3προσεπεστάλη — προσεπιστέλλω notify aor ind pass 3rd sg …
4προσεπεστάλθαι — προσεπιστέλλω notify perf inf mp …
5προσεπέστειλαν — προσεπιστέλλω notify aor ind act 3rd pl …
6προσεπέστειλε — προσεπιστέλλω notify aor ind act 3rd sg …