προσδῐκάζω
1προσδικάζω — Α 1. απονέμω κάτι σε κάποιον ως δικαστής, δίνω ως δικαστής σε κάποιον κάτι που τού ανήκει («ἀμφισβητουμενην χώραν... ἑαυτῷ προσδικάσει», Διον. Αλ.) 2. μέσ. προσδικάζομαι εγείρω μια επί πλέον απαίτηση με δίκη …
2προσδικάσῃ — προσδικάζομαι aor subj mid 2nd sg προσδικάζομαι aor subj act 3rd sg προσδικάζομαι fut ind mid 2nd sg προσδικάζω award as a judge aor subj mid 2nd sg προσδικάζω award as a judge aor subj act 3rd sg προσδικάζω award as a judge fut ind mid 2nd sg …
3δικάζω — (AM δικάζω) 1. κρίνω, αποφασίζω ως δικαστής ή ένορκος για την ενοχή κάποιου 2. κρίνω ως δικαστής τις διαφορές, αποφασίζω για κάτι που αμφισβητείται 3. εκδίδω καταδικαστική απόφαση, ορίζω ποινή μσν. μέσ. 1. λογομαχώ, διαφωνώ 2. συζητώ 3. σκέφτομαι …
4προσδικάζεται — προσδικάζομαι pres ind mp 3rd sg προσδικάζω award as a judge pres ind mp 3rd sg …