προσδόκιμος
1προσδόκιμος — expected masc/fem nom sg …
2προσδόκιμος — ον, Α αυτός τον οποίο περιμένει κάποιος, ο αναμενόμενος (α. «προσδόκιμος ὁ θάνατος», Ιπποκρ. β. «τοῡ βαρβάρου προσδοκίμου ὄντος», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσδοκία + κατάλ. ιμος (πρβλ. ευδόκ ιμος] …
3προσδόκιμον — προσδόκιμος expected masc/fem acc sg προσδόκιμος expected neut nom/voc/acc sg …
4προσδοκίμοισι — προσδόκιμος expected masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
5προσδοκίμου — προσδόκιμος expected masc/fem/neut gen sg …
6προσδοκίμους — προσδόκιμος expected masc/fem acc pl …
7προσδοκίμων — προσδόκιμος expected masc/fem/neut gen pl …
8προσδόκιμα — προσδόκιμος expected neut nom/voc/acc pl …
9προσδόκιμοι — προσδόκιμος expected masc/fem nom/voc pl …