προσαυξάνω
1προσαυξάνω — προσαυξάνω, προσαύξησα βλ. πίν. 104 …
2προσαυξάνω — και προσαυξαίνω προσαύξησα, προσαυξήθηκα, προσαυξημένος, μεγαλώνω ακόμα περισσότερο: Ο βασικός μισθός προσαυξάνεται με το επίδομα τριετίας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3προσαυξάνω — ΝΜΑ, προσαύξω Α [αὐξάνω/αὔξω] 1. κάνω κάτι ακόμα μεγαλύτερο ή περισσότερο, αυξάνω, ενισχύω 2. αυξάνομαι, μεγαλώνω («τὰ ἐμβατήκια τῶν ἐκκλησιῶν προσηύξησαν», Σάθ.) αρχ. προσθέτω σε κάτι …
4αυξάνω — και αυξαίνω και αξαίνω και αύξω (AM αὐξάνω και αὔξω, Μ και αὐξαίνω και ἀξαίνω) 1. (μτβ.) μεγαλώνω κάτι, το κάνω περισσότερο από όσο ήταν, το πολλαπλασιάζω 2. (αμτβ. με σημ. μέσ.) γίνομαι περισσότερος ή μεγαλύτερος, πληθαίνω, πολλαπλασιάζομαι αρχ …
5επιπίπτω — (Α ἐπιπίπτω) [πίπτω] πέφτω πάνω σε κάποιον, ρίχνομαι εναντίον κάποιου, επιτίθεμαι, εφορμώ («ἐπιπεσὼν ἀπαρασκεύοις τοῑς ἐναντίοις», Ξεν.) αρχ. 1. πέφτω πάνω («εἰ ἐπιπέσοι σπέρμα», Θεόφρ.) 2. πέφτω («ἐπέπεσε μοῑρα», Πίνδ.) 3. (για χρέος) προσαυξάνω …
6παρεμβλαστάνω — Α [εμβλαστάνώ] 1. βλασταίνω κοντά 2. προσαυξάνω …
7προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… …
8προσαυξητής — ὁ, Α [προσαυξάνω] αυτός που παρέχει επαύξηση …
9προσαύξημα — το, Ν αυτό που χρησιμοποιεί κάποιος για να επαυξήσει κάτι, προσθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσαυξάνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Αθ. Παπαλεξανδρή] …
10προσαύξηση — η / προσαύξησις, ήσεως, ΝΜΑ [προσαυξάνω] πρόσθετη αύξηση, επαύξηση νεοελλ. ό,τι προστίθεται, ιδίως χρηματικό ποσό, για επαύξηση («δόθηκε προσαύξηση στον μισθό τών δημοσίων υπαλλήλων αυτόν τον μήνα») αρχ. η διαδοχική επαύξηση στο μέγεθος τών… …
- 1
- 2