προσαποκτείνω
1προσαποκτείνω — Α φονεύω και κάποιον άλλο ακόμη («οὐχ ὅτι ἀπέκτεινά σου τὸν ὑὸν μεταμέλει μοι, ἀλλ ὅτι οὐ καὶ σὲ προσαπέκτεινα», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀποκτείνω «φονεύω, θανατώνω»] …
2προσαπέκτεινε — προσαποκτείνω kill besides aor ind act 3rd sg προσαποκτείνω kill besides imperf ind act 3rd sg …
3προσαπέκτεινεν — προσαποκτείνω kill besides aor ind act 3rd sg προσαποκτείνω kill besides imperf ind act 3rd sg …
4προσαποκτενεῖν — προσαποκτείνω kill besides fut inf act (attic epic doric) …
5προσαπέκτεινα — προσαποκτείνω kill besides aor ind act 1st sg …
6προσαπέκτειναν — προσαποκτείνω kill besides aor ind act 3rd pl …
7κτείνω — (AM κτείνω, Α αιολ. τ. κτέννω) (για ανθρώπους και σπαν. για ζώα) φονεύω, σκοτώνω («ὅς τε κύνα κτείνας ἢ βουκόλον ἀμφὶ βόεσσι φεύγει», Ομ. Ιλ.) μσν. αρχ. θέτω τέρμα σε κάτι («θέρος κτείνει [νοῡσον]», Αρετ.) αρχ. 1. καταδικάζω κάποιον σε θάνατο και …