προσαπαγορεύω

  • 1προσαπαγορεύω — Α απαγορεύω σε κάποιον κάτι ακόμη, τόν εμποδίζω να κάνει κάτι ακόμη («προσαπηγόρευσεν αὐτῷ μήτε τῆς χώρας σφῶν ἐπιβαίνειν», Δίων. Κάσσ.) …

    Dictionary of Greek