προσαναδέχομαι

  • 1προσαναδέχομαι — Α (αποθ.) προσμένω επί πλέον, αναμένω κάποιον ακόμη να έλθει. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀναδέχομαι «αναμένω, περιμένω»] …

    Dictionary of Greek