προσήνεια
1προσηνείᾳ — προσηνείᾱͅ , προσήνεια mildness fem dat sg (attic doric aeolic) …
2προσήνεια — mildness fem nom/voc sg …
3προσήνεια — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. προσηνίη Α [προσηνής] ήρεμη και πολιτισμένη συμπεριφορά, πραότητα, καταδεκτικότητα (α. «συμπεριφέρεται πάντα με προσήνεια στους υπαλλήλους του» β. «οὐ γὰρ βίᾳ... ἀλλὰ πειθοῑ καὶ προσηνείᾳ ἡ τῶν ἀνθρώπων σωτηρία κατασκευάζεται» …
4προσηνείας — προσηνείᾱς , προσήνεια mildness fem acc pl προσηνείᾱς , προσήνεια mildness fem gen sg (attic doric aeolic) …
5προσηνείης — προσήνεια mildness fem gen sg (epic ionic) …
6προσήνειαν — προσήνεια mildness fem acc sg προσσαίνω fawn upon aor opt act 3rd pl …
7φιλοπροσηνής — ές, Α αυτός που φέρεται στους άλλους με προσήνεια. επίρρ... φιλοπροσηνῶς Α με προσήνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + προσηνής «πράος, ευγενικός»] …
8αβροφροσύνη — η [αβρόφρων] η λεπτότητα στους τρόπους, η ευγένεια συμπεριφοράς, η προσήνεια, η καταδεχτικότητα …
9γλυκυθυμία — η (AM γλυκυθυμία) [γλυκύθυμος] η ροπή τής ψυχής προς τα ευχάριστα και τα ηδονικά αρχ. η ήρεμη ψυχική διάθεση, η προσήνεια …
10ευπροσήγορος — η, ο (ΑΜ εὐπροσήγορος, ον) αυτὸς που μιλά με φιλικό και ευγενικό τρόπο, ο προσηνής, ο καταδεκτικός. επίρρ... ευπροσηγόρως (Α εὐπροσηγόρως) με ευπροσήγορο τρόπο, φιλοφρόνως, με προσήνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προσ ήγορος] …