προς-φῡσάω

  • 1αντιπνέω — ἀντιπνέω (AM) 1. πνέω αντίθετα 2. (για την τύχη) αντιστρατεύομαι, είμαι δυσμενής αρχ. «ἀντιπνέω πρός τι» φυσάω προς ορισμένη κατεύθυνση …

    Dictionary of Greek