προς-υφαίνω
1υφαίνω — ὑφαίνω, ΝΜΑ, και φαίνω Ν, και επικ. τ. ὑφάω Α συμπλέκω νήματα με τον υφαντικό ιστό προκειμένου να κατασκευάσω ύφασμα (α. «τήν πήραν και τήν βάλανε στον αργαλειό να υφάνει», δημ. τραγούδι β. «καί κεν ἐν Ἄργει ἐοῡσα, πρὸς ἄλλης ἱστὸν ὑφαίνοις», Ομ …
2προσεπυφαίνουσαν — πρός , ἐπί ὑφαίνω weave pres part act fem acc sg (ionic) …
3ГРИГОРИЙ ЧУДОТВОРЕЦ — [греч. Γρηγόριος ὁ Θαυματουργός] (ок. 213, г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) после 270, там же), свт. (пам. 17 нояб.), еп. Неокесарийский. Жизнь Основными источниками жизнеописания Г. Ч. являются: 1. «Благодарственная речь Оригену» …
4διάζομαι — (AM διάζομαι) 1. ετοιμάζω το στημόνι για τον αργαλειό 2. επείγομαι, βιάζομαι αρχ. διευθετώ στον ιστό τον στήμονα, αρχίζω να υφαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + άττομαι (< *άτ ψομαι). Ο τ. διάζομαι σχηματίστηκε αναλογικά προς τα ρήματα σε ζω] …
5εποίχομαι — ἐποίχομαι (Α) 1. πηγαίνω προς το μέρος κάποιου («αὐτίκα δὲ μνηστῆρας ἐπῴχετο ἰσόθεος φώς», Ομ. Οδ.) 2. (για θεούς) τιμώ με θυσία, τόν πλησιάζω με προσφορές («ξεινίαις αὐτοὺς ἐποίχονται τραπέζαις», Πίνδ.) 3. επιτίθεμαι, προσβάλλω («ὁ δὲ Κύπριν… …
6ξαίνω — (ΑΜ ξαίνω) (σχετικά με έριο ή λινάρι) χτενίζω για να τό καταστήσω κατάλληλο για κλώσιμο, λαναρίζω («εἴριά τε ξαίνειν καὶ δουλοσύνην ἀνέχεσθαι», Ομ. Οδ.) νεοελλ. παροιμ. α) «ξαίνει, ξαίνει η παπαδιά, κι ο παπάς ξεβράκωτος» λέγεται για εκείνους που …