προς-τέρπω

  • 1ποτιτέρπω — Α (επικ. τ.) προστέρπω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + τέρπω] …

    Dictionary of Greek

  • 2προσανετράπη — πρός , ἀνά τέρπω delight aor ind pass 3rd sg πρός , ἀνά τραπέω tread grapes imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) πρόσ ἀνατρέπω overturn aor ind pass 3rd sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3μεθέλκω — (ΑM Α και μεθελκύω) 1. έλκω, σύρω ή τραβώ κάτι προς το άλλο μέρος, διευθύνω κάτι εδώ και εκεί, εκτρέπω, παρεκτρέπω, περισπώ 2. σύρω ή τραβώ κάτι προς το μέρος μου, ιδιοποιούμαι, οικειοποιούμαι κάτι μσν. 1. τραβώ την προσοχή, προσελκύω («τῶν… …

    Dictionary of Greek

  • 4τερψάσκηση — η, Ν άσκηση που γίνεται για τέρψη, σε αντιδιαστολή προς αυτήν που έχει αγωνιστικό χαρακτήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τερψ τού τέρπω* (πρβλ. μέλλ. τέρψω, τέρψις) + άσκηση. Η λ., στον λόγιο τ. τερψάσκησις, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …

    Dictionary of Greek