προς-σεύω
1προσεσσύμενον — πρός , εἰσ σεύω put in quick motion aor part mid masc acc sg (epic) πρός , εἰσ σεύω put in quick motion aor part mid neut nom/voc/acc sg (epic) πρόσ σεύω put in quick motion perf part mid masc acc sg πρόσ σεύω put in quick motion perf part mid… …
2σούς — ὁ, Α 1. (ως όρος τού Δημοκρίτου) η προς τα επάνω κίνηση 2. (στους Λάκωνες) η ταχεία ορμή. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα *σόF oς τής ρίζας *seF τού ρ. σεύω* / ομαι «ρίχνω, ορμώ, σπεύδω» (βλ. και λ. σεύω)] …
3αποσεύω — ἀποσεύω (Α) [σεύω] 1. αποδιώκω, εκδιώκω 2. ( ομαι) φεύγω τρέχοντας, ορμώ προς τα έξω 3. φρ. «ἀποσυθὲν αἷμα» αιμορραγία …
4επισεύω — ἐπισεύω (Α) [σεύω] 1. θέτω κάτι σε κίνηση εναντίον κάποιου, διεγείρω, παρορμώ («ἠέ τί μοι καὶ κῆτος ἐπισσεύῃ μέγα δαίμων ἐξ ἁλός», Ομ. Οδ.) 2. στέλνω, κατευθύνω 3. μέσ. ἐπισεύομαι τρέχω βιαστικά προς το μέρος κάποιου («οἱ δ’ εἰς Πανθοΐδην… …
5προσσεύω — Α τρέχω γρήγορα, σπεύδω προς κάποιον ή κάτι ή κάπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + σεύω «τρέχω, ορμώ, πηδώ»] …