προς-κλύζω

  • 1κλύζω — (AM κλύζω) 1. καλύπτω με νερά, πλημμυρίζω («ἔνθ ἐμὲ μὲν μέγα κῡμα... κλύσσει», Υμν. Απόλλ.) 2. ξεπλένω με άφθονο νερό ή άλλο υγρό, καθαρίζω (α. «θάλασσα κλύζει πάντα ἀνθρώπων κακά», Ευρ. β. «κλύζουσι φαρμάκῳ χολήν», Σοφ.) 3. χύνω υγρό με κλυστήρα …

    Dictionary of Greek

  • 2ποτικλύζω — Α (δωρ. τ.) προσκλύζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + κλύζω «περιβρέχω, πλημμυρίζω»] …

    Dictionary of Greek

  • 3προσεγκλύζων — πρός , ἐν κλύζω wash pres part act masc nom sg πρόσ ἐγκλύζω rinse the inside of pres part act masc nom sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)