προς-ερεύγομαι

  • 1προσερεύγομαι — Α 1. ρεύομαι προς την κατεύθυνση κάποιου 2. (για κύμα) σπάω θορυβωδώς με αφρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐρεύγομαι «ρέβομαι»] …

    Dictionary of Greek