προς-επι-σεμνύνω
1προσεπεσέμνυνε — προσεπεσέμνῡνε , πρός , ἐπί σεμνύνω exalt aor ind act 3rd sg προσεπεσέμνῡνε , πρός , ἐπί σεμνύνω exalt imperf ind act 3rd sg …
1προσεπεσέμνυνε — προσεπεσέμνῡνε , πρός , ἐπί σεμνύνω exalt aor ind act 3rd sg προσεπεσέμνῡνε , πρός , ἐπί σεμνύνω exalt imperf ind act 3rd sg …